ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΙΜΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Ένας σημαντικό θέμα με αφορμή ίσως τη πανδημία του κορονοϊού έχει προκύψει με την σοβαρότατη και ραγδαία αύξηση των τιμών υλικών στην κατασκευαστική βιομηχανία.

Οι λόγοι που προβάλλονται για αυτή την αύξηση είναι η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω κορονοϊού, γεγονός που προφανώς προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στους εργολάβους εφόσον κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει αδυναμία σε αυτούς να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις με καταστροφικές συνέπιες.

Οι τιμές βασικών αναγκαίων υλικών όπως χαλκός, αλουμίνια, χαλύβδινα, στηθαία ασφάλειας, ηλεκτρολογικά καλώδια και τσιμέντο, όπως επίσης και η τιμή του πετρελαίου η οποία έχει αυξηθεί κατά περίπου 20%, επηρεάζουν άμεσα την κερδοφορία των κατασκευαστικών έργων για τους εργολάβους, εφόσον αυξήθηκε κατακόρυφα το κόστος εκτέλεσης των εργασιών.

Μόνη σωτηρία, αν υπάρχει, διαφαίνεται μόνο εάν υπάρχουν δίκαιες και λογικές πρόνοιες για αύξηση σε αυτές τις τιμές. Ελλείψει αυτών και, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προϋπολογισμοί και οι προσφορές που είχαν δοθεί κατά την σύναψη των συμβάσεων οικοδομικών έργων δεν είχαν υπολογίσει τέτοιες διακυμάνσεις στο κόστος των υλικών, η κατάσταση αυτή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στον κατασκευαστικό τομέα.

Εκεί που υπάρχουν πρόνοιες για διακυμάνσεις τιμών, τέτοιες πρόνοιες δύναται να επιτρέπουν την αύξηση των τιμών των συμβολαίων νοουμένου ότι επισυμβούν συγκεκριμένα γεγονότα και αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των υλικών που καθορίζονται στις σχετικές ρήτρες των κατασκευαστικών συμβολαίων. Στις πλείστες όμως των περιπτώσεων κατασκευαστικών συμβολαίων τέτοιες πρόνοιες δεν καλύπτουν όλα τα υλικά όπου προκύπτουν σοβαρές ακόμα και υπέρογκες αυξήσεις ούτε και ολόκληρο το ποσοστό αύξησης της τιμής των υλικών. Εκεί έγκειται ένας σοβαρό πρόβλημα για τους εργολάβους που αν δεν λυθεί ενδέχεται να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό που να αμφισβητείται ακόμα και η βιωσιμότητα τους.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι κάθε συμβόλαιο πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά εφόσον η συμπερίληψη συγκεκριμένων υλικών στον εν λόγο όρο πιθανόν να αποκλείει υποχρέωση κάλυψης της αύξησης των τιμών άλλων υλικών που δεν συμπεριλαμβάνονται καθότι είναι δυνατό η συμπερίληψη ενός αντικειμένου να εξαιρεί την συμπερίληψη κάποιου άλλου (expressio unius est exclusio alterius).

Το ερώτημα που προκύπτει στην κατασκευαστική βιομηχανία είναι επομένως το κατά πόσον υπάρχει λύση στο πιο πάνω πρόβλημα σύμφωνα με τον νόμο και τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών στα οικοδομικά συμβόλαια.

Το άρθρο σκοπό έχει να αγγίξει κάποιες γενικές νομικές αρχές και συμβατικούς όρους που πιθανόν να μπορούν να εφαρμοστούν προς όφελος του εργολάβου.

Μια πιθανή λύση στο πιο πάνω πρόβλημα είναι η επίκληση του όρου force majeure, εάν και εφόσον το ίδιο το συμβόλαιο συμπεριλαμβάνει τέτοιον όρο. Εάν το συμβόλαιο περιέχει όρο για force majeure η αλλιώς ‘ανωτέρα βία’, κάτι τέτοιο μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί από τον εργολάβο για να απαλλαγεί από τις συμβατικές του υποχρεώσεις.

Το αρχικό ερώτημα είναι κατά πόσον η πανδημία του κορονοϊού η οποία έχει επιφέρει την αύξηση των τιμών των υλικών, μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός ανωτέρας βίας. Η ίδια η πρόνοια για ανωτέρα βία μπορεί να απαριθμήσει τα γεγονότα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν ανωτέρα βία.

Συνήθως όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και έτσι επαφίεται στα Δικαστήρια να αποφασίσουν κατά πόσον ένα συγκεκριμένο γεγονός συμπεριλαμβάνεται εντός της πρόνοιας για ανωτέρα βία. Σε Αμερικάνικη υπόθεση. (βλ. AB Stable VIII LLC v Maps Hotels & Resorts One LLC, No CV 2020-03-10-JTL, Del. Ch. Nov 30, 2020) έχει αποφασιστεί ότι μια γενική πρόνοια force majeure μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τα διάφορα ρίσκα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορονοϊού.

Η έννοια του force majeure δεν έχει συγκεκριμένη σημασία εφόσον είναι πρώτιστα δημιούργημα του Γαλλικού δικαίου χωρίς καθορισμένη σημασία στο κοινοδίκαιο. Στο Αγγλικό δίκαιο έχει αναφερθεί ότι δεν υπάρχει σαφής νομικός ορισμός και συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο αναφορικά με τον όρο force majeure, αντιθέτως είναι μια περιγραφική έννοια για την οποία μπορεί να προσκομιστεί μαρτυρία αναφορικά με την εμβέλεια της. Στην Αγγλική υπόθεση Lebeaupin v Richard Crispin and Co [1920] 2 K.B. 714 λέχθηκαν τα εξής:

«This term is used with reference to all circumstances independent of the will of man, and which it is not in his power to control, and such force majeure is sufficient to justify the non-execution of a contract. Thus, war, inundations and epidemics, are cases of force majeure, it has even been decided that a strike of workmen constitutes a case of force majeure…I take it that a ‘force majeure’ clause should be construed in each case with a close attention to the words which precede or follow it, and with a due regard to the nature and general terms of the contract. The effect of the clause may vary with each instrument.»

Ο όρος force majeure ενδεχομένως να έχει διάφορες επιπτώσεις ανάλογα με το πώς είναι διατυπωμένος τέτοιος όρος στην ίδια την σύμβαση. Ενδεχομένως ο συγκεκριμένος όρος να αναστέλλει τις υποχρεώσεις του συμβαλλόμενου μέρους εξ ολοκλήρου ή να του δίδει κάποιο συμβατικό ωφέλημα, όπως παράταση χρόνου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, κάτι το οποίο συναντάται συχνά σε εργοληπτικά συμβόλαια. Πάντα, να θυμόμαστε ότι συγκεκριμένα συμβάντα μπορούν να εξαιρούνται από τι εστί ανωτέρα βία σε κάθε συμβόλαιο.

Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι το γεγονός ότι κάποιο γεγονός ανωτέρας βίας έχει ως αποτέλεσμα μια σύμβαση να μην είναι πλέον κερδοφόρα δεν θεωρείται ικανοποιητικός λόγος για να απαλλάξει τα μέρη από τις υποχρεώσεις τους. Σε υπόθεση των Η.Π.Α. (βλ. Seeboard Lumber Co v United States, 308 F3d 1283, 1288 (Fed. Cir. 2002)) είχε αποφασιστεί ότι κυβερνητικές πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση της κερδοφορίας της σύμβασης δεν αποτελούν καλό λόγο για την επίκληση του όρου για ανωτέρα βία. Επίσης στην υπόθεση των Η.Π.Α. Langham-Hill Petroleum, Inc v S. Fuels Co 813 F2d 1327, 1330 (4th Cir. 1987) το Δικαστήριο ανέφερε ότι:

«...if fixed-priced contracts can be avoided due to fluctuations in price, then the entire purpose of fixed-price contracts, which is to protect both the buyer and the seller from the risks of materials, is defeated».

Σημειώνεται ακόμη η Αμερικάνικη απόφαση American Trading and Production Corp. v. Shell International Marine, Ltd., 453 F.2d 939, 943 (2d Cir. 1972) στην οποία το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το επιπλέον κόστος 31.6% στην τιμή του συμβολαίου λόγω κλεισίματος του Suez Canal δεν δικαιολογούσε την μη εκτέλεση της σύμβασης.

Στα συμβόλαια της Μ.Ε.Δ.Σ.Κ. στο Άρθρο 27 (Λύση από τον Εργολάβο) προβλέπεται ότι ο Εργολάβος δύναται να λύσει (τερματίσει) την εργοδότηση του εάν η εκτέλεση των εργασιών ανασταλεί για χρονική περίοδο η έκταση της οποίας καθορίζεται στο Παράρτημα των Όρων του Συμβολαίου για λόγους ανωτέρας βίας (force majeure) (27(b)(ι)). Πρόνοια για ανωτέρα βία γίνεται επίσης και στο Άρθρο 24 το οποίο προβλέπει για την παραχώρηση παράτασης χρόνου.

Επομένως, καμία πρόνοια στο συγκεκριμένο συμβόλαιο δεν επιτρέπει τον τερματισμό του από τον Εργολάβο για λόγους ανωτέρας βίας που αφορούν την αύξηση τιμών στα υλικά. Παρόλ’ αυτά το Άρθρο 32 προβλέπει για διακυμάνσεις στα εργατικά και τις τιμές των υλικών, περιορίζοντας όμως το δικαίωμα του εργολάβου να αποζημιωθεί σε συγκεκριμένα υλικά, δηλαδή σκυρόδεμα, καύσιμα και σίδηρο οικοδομής.

Ακολούθως εξετάζουμε κατά πόσον ένας εργολάβος υπό τις πιο πάνω περιγραφόμενες συνθήκες μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ‘ματαίωσης’ η οποία διέπεται από το Αρ. 56(1) του περί Συμβάσεων Νόμου.

Επεξηγούμε την εν λόγω αρχή με την βοήθεια του συγγράμματος ‘Το Δίκαιο των Συμβάσεων’ του Π.Γ. Πολυβίου σελ. 680-681:

«...μια σύμβαση ματαιώνεται όταν η εκπλήρωση της καθίσταται παράνομη ή αδύνατη, σαν αποτέλεσμα γεγονότος που επεσυνέβη μετά τη συνομολόγηση της. Ο όρος όμως ‘αδύνατη’ δεν περιορίζεται σε πραγματική ή φυσική αδυναμία (όπως στην περίπτωση που υπάρχει καταστροφή του αντικειμένου) αλλά και όταν η εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης, στο πλαίσιο των νέων πραγματικοτήτων, έχει καταστεί ολότελα διαφορετική από αυτό που είχαν υπόψη τα μέρη κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Εάν τα μέρη κληθούν να εκπληρώσουν μια ολότελα διαφορετική σύμβαση, που δεν είχαν στην ουσία συνομολογήσει».

Οι συνθήκες που επιφέρουν ματαίωση της σύμβασης είναι για παράδειγμα όταν δεν υπάρχει για κάποιο λόγο το αντικείμενο της σύμβασης, όταν λόγω αλλαγής κάποιου νόμου η σύμβαση έχει καταστεί παράνομη ή η σύμβαση έχει απωλέσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της ως αποτέλεσμα της μη πραγματοποίησης συγκεκριμένου γεγονότος, κάτι το οποίο κάνει την σύμβαση αδύνατο να εκτελεστεί.

Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι τι συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει γεγονός ματαίωσης αλλά οι συνθήκες εκτέλεσης της σύμβασης έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά, με αποτέλεσμα το ένα μέρος να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην διεκπεραίωση των συμβατικών του υποχρεώσεων;

Σε ευρωπαϊκούς κώδικες ερμηνείας της αρχής της ματαίωσης, υιοθετείται η προσέγγιση του αν η εκτέλεση της σύμβασης είναι ιδιαίτερα επαχθές ως αποτέλεσμα σημαντικής αλλαγής των συνθηκών και τα μέρη δεν είναι υπαίτια για τέτοιαν αλλαγή αλλά ούτε και υπάρχει ανάλογη πρόνοια στο συμβόλαιο για τις συγκεκριμένες συνθήκες, τότε τα μέρη θα πρέπει να διαπραγματεύονται για αναπροσαρμογή των συμβατικών τους υποχρεώσεων και σε αντίθετη περίπτωση τα Δικαστήρια θα πρέπει να αποφασίζουν ότι η σύμβαση έχει τερματιστεί ή ότι αυτή θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί με δίκαιο τρόπο. Παρόλο που η προσέγγιση αυτή δεν έχει υιοθετηθεί από το κοινοδίκαιο, χαρακτηριστικός εκφραστής αυτής της σχολής φαίνεται να ήταν ο Δικαστής Denning στην Αγγλική υπόθεση Staffordshire Area Health Authority v South Staffordshire Water Works Co [1978] 3 All E.R. 769.

Τέτοια προσέγγιση δεν έχει μέχρι στιγμής υιοθετηθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια, αν και παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο υιοθέτησης παρόμοιας προσέγγισης στα πλαίσια την πανδημίας του κορονοϊού.

Δεδομένων των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, δεν υπάρχει σαφής νομική απάντηση στα ερωτήματα που προκύπτουν λόγω της αύξησης των τιμών των υλικών στον κατασκευαστικό τομέα. Παρόλ΄ αυτά, προτρέπουμε τους εργολάβους να αναζητούν νομική συμβουλή σε σχέση με τα πιο πάνω, καθότι κάθε συμβόλαιο είναι διαφορετικό και πρέπει να προσεγγίζεται ανάλογα με τους συγκεκριμένους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό. Επίσης θα λέγαμε ότι οι Εργολάβοι οφείλουν σοπτν εαυτό τους αν μη τι άλλο να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν με τους αντισυμβαλλόμενους σε μια προσπάθεια να αναπροσαρμόσουν τις ήδη υπάρχουσες συμβάσεις.

Τολμούμε επίσης να αναφέρουμε ότι παρόλο που τα τυπικά οικοδομικά συμβόλαιο είναι αναγκαία και προσφέρουν γενικώς ένα εύχρηστο εργαλείο για τους εμπλεκόμενους, , οι εργολάβοι θα πρέπει πλέον να αναζητούν νομική συμβουλή για διαπραγμάτευση συγκεκριμένων όρων των συμβολαίων. Αυτό έχοντας υπόψη ότι στο μέλλον θεωρούμε ότι θα αντικρίσουν ξανά και ξανά παρόμοια προβλήματα σοβαρών αυξήσεων τιμών των υλικών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πιο πάνω περιγραφόμενη κατάσταση και οι προβληματισμοί όλων τουλάχιστον πρέπει να ωθήσει τους πάντες ούτως ώστε να δημιουργηθούν δίκαιες και λογικές πρόνοιες που να καλύπτουν αυτά τα ομολογούμενα ακραία σενάρια αυξήσεων αλλά που αποτελούν σενάρια που δεν μπορεί κανένας να τα αποκλείσει.
Εάν δεν ληφθούν μέτρα προς τροποποίησης των οικοδομικών συμβολαίων με τέτοιους όρους ώστε να μην είναι καταστροφικά προς τους εργολάβους, πολλοί θα είναι οι εργολάβοι που θα αναγκαστούν να τερματίσουν τα πλέον μη κερδοφόρα συμβόλαια τους. Σε τέτοια περίπτωση μαζικού τερματισμού συμβολαίων από εργολάβους σε ιδιωτικά και κυβερνητικά έργα, αναμένονται αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές. Υπάρχει επίσης και οι σοβαρές επιπτώσεις στις τράπεζες σε περίπτωση που αυτές κληθούν να ρευστοποιήσουν μαζικά εγγυητικές προς όφελος των ιδιοκτητών

Previous
Previous

Expectation of an extension to the Cyprus Film Scheme